ἄρδει

ἄρδει
ἄρδις
point of an arrow
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἄρδεϊ , ἄρδις
point of an arrow
fem dat sg (epic)
ἄρδις
point of an arrow
fem dat sg (attic ionic)
ἄρδω
water
pres ind mp 2nd sg
ἄρδω
water
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • HIPPARIS — fluv. in Camarina, cuius aquarum pars dulcis est, pars salsa. Schol. Pind. in illud. Olymp. Od. 5. Καὶ ςεμνοὺς ὀχετοὺς Ι῎π παρις οἷςιν ἄρδει ςτρατόν. Eius meminit Nonnus Bassaricorum. l. 13. Οἵτε ἔχον Καμερίαν, ὅπη κελάδοντι ῥεέθρῳ Ι῞ππαρις… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • πίασμα — (I) τὸ, Α [πιαίνω] (για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφος («πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.). (II) τὸ, Α (δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα*. (III) το, ΝΜ (βυζ. μουσ.) ένα… …   Dictionary of Greek

  • ποτό — το / ποτόν, ΝΜΑ 1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.) νεοελλ. οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα αρχ. πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρημ. επιθ. ποτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”